- σμηματοφορείον
- τὸ, Ασμηματοθήκη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -φορεῖον (< -φόρος), πρβλ. οινο-φορείον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σμηματοφορεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)